- ισπανόφιλος
- -η, -οφίλος των Ισπανών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισπανόφιλος — η, ο αυτός που τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για την Ισπανία και τους Ισπανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + φιλος (< φίλος), πρβλ. αγγλό φιλος, ετεό φιλος] … Dictionary of Greek
ισπανοφιλία — η [ισπανόφιλος] η φιλία για τους Ισπανούς και την Ισπανία … Dictionary of Greek